- σιληνή
- (σιληνή ή κρεμοκλαδής). Μονοετής πόα της οικογένειας των Καρυοφυλλιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Κρήτη και στις Μεσογειακές χώρες. Έχει βλαστούς χνουδωτούς, κατακείμενους με πυκνές διακλαδώσεις-τα κατώτερα φύλλα είναι σπαθοειδώς αντωοειδή, τα ανώτερα ωοειδώς λογχοειδή. Έχει άνθη ρόδινα κατά δικρανοειδείς βοστρύχους, σχεδόν επιφυή. Ο καρπός είναι κάψα ωοειδής. Με βάση τον άγριο αυτόν πρόγονο και με συνεχείς βελτιώσεις και επιλογές, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, που διακρίνονται από το ύψος (15-30 εκ.) και το χρώμα των ανθέων (ροζ, λευκά, σαρκόχροα). Σπέρνεται στο σπορείο το φθινώπορο, μεταφυτεύεται στα παρτέρια σε αποστάσεις 20-30 εκ. και ανθίζει άφθονα την άνοιξη. Γίνεται σε όλα τα εδάφη και τις ηλιαζόμενες θέσεις. Φυτεύεται κατά πυκνές ομάδες στους κήπους, στους πετρόκηπους, στις ζαρντινιέρες και σε κρεμαστές γλάστρες.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 76 ακόμα είδη του γένους σιληνή, από τα οποία ενδιαφέρον παρουσιάζει η σ. η αρμέρια, ποικιλίες της οποίας καλλιεργούνται για την παραγωγή δρεπτών ανθέων.
Σιληνή η κρεμοκλαδής.
Σιληνή η αρμέρια.
* * *η Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη, με 500 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν 77 και μεταξύ αυτών ορισμένα είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες στρουθί ή στρουθούλα ή φούσκα ή λουλουδάκι ή ασπροκάρφι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silene πιθ. < λατ. Silenus «Σ(ε)ιληνός»].
Dictionary of Greek. 2013.